Μια υγρασία, μοναξιά, γύρω σκοτάδι
έξω λιακάδα, μα για μένα είναι βράδυ
και αφουγκράζομαι, ν’ακούσω, μου μιλάς
πάλι το νοιώθω πως σε κάνω να πονάς
~*~*~*~
Πού να καθήσεις? Να ξαπλώσεις? Δέν βολεύει
είσ(αι) ανυπόμονη, ο χρόνος σε παιδεύει
και πώς φοβάσαι απο τώρα μην αλλάξω
οταν θα φύγω, μακρυά σου σαν πετάξω
~*~*~*~
Εχεις κεντήσει στο προσκέφαλο λουλούδια
τ’άσπρα σεντόνια μου γεμάτα αγγελούδια
μήπως ξυπνήσω κάποια νύχτα και φοβάμαι
να με φυλάνε, κι έτσι να ξανακοιμάμαι
~*~*~*~
Βάζω μπροστά τη μηχανή
δεν ξέρω που να πάω
γυρίζω πίσω το κλειδί
πάλι στη Γή πατάω
θυμάμε που τραγούδαγε
ακούω τη φωνή της
που έλεγε «έχει ο Θεός»
μέχρι να βγεί (η) Ψυχή της
© Καλουδης Ντινος – Mönchengladbach 10/02/2009 (Αφιερωμένο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΑΣ